συνδιανεύω

συνδιανεύω
Α
1. (κυρίως για πολεμικές μηχανές) περιστρέφω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. κάνω νεύματα ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὰς ὀφρῡς συνάγειν καὶ συνδιανεύειν τῷ προσώπῳ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διανεύω «κάνω νεύματα, γνέφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνδιανευόντων — συνδιανεύω pres part act masc/neut gen pl συνδιανεύω pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιανεύειν — συνδιανεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”