- συνδιανεύω
- Α1. (κυρίως για πολεμικές μηχανές) περιστρέφω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο2. κάνω νεύματα ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὰς ὀφρῡς συνάγειν καὶ συνδιανεύειν τῷ προσώπῳ», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διανεύω «κάνω νεύματα, γνέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.